Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ

 

Πάλεψε μαζί της μέχρι εσχάτων.

Στο γυρισμό ένα απόγευμα απ’ το πεδίο της μάχης είδε πως είχε παλέψει μ’ ένα τέρας ψεύτικο μ’ ένα όραμα.

Πήγε σ’ ένα μεγάλο εμπειρικό φιλόσοφο για να ξορκιστεί.

Φεύγοντας από το σπίτι του μάγου συνάντησε τον εαυτό του.

Ήταν ντυμένος άψογα απαράλλαχτα όπως χτες, με τα ρούχα της δουλειάς:

αξίνα στο δεξί του χέρι, φτυάρι στον ώμο και βιβλίο στο αριστερό – δισάκι στη μέση.

Προχωρούσε με μάτια ορθάνοιχτα  σαν υπνοβάτης προς την υποτιθέμενη υποσυνείδητη ευτυχία του μηδενός

που τη γνώριζε από παιδί, στο πρόσωπο μιας μικρής γειτόνισσας του.

Το ανάστημά του δεν ξεπερνούσε τους ψηλότερους θάμνους του κήπου του παππού της.

Από τότε του γυρεύανε διάφορες αφορμές οι εργένηδες.

Τις σημείωνε όλες σ’ ένα σημειωματάριο γιατί είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να τους εκδικηθεί μια μέρα

όταν θα δημοσιεύονταν τα γεγονότα ή τα λόγια.

Τώρα ερχόταν η σειρά του άλλου να κάνει το κομμάτι του.

Θα τ’ ανεχόταν ως ένα σημείο. 

Από κει και πέρα θα πατούσε το φρένο της συνείδησής του ως το πάτο.

Δεν θα ’ταν υπεύθυνος για τα κεφάλια που θα ’πεφταν

ούτε για τους πανηγυρικούς που θα ’βγαζαν πιστεύοντας κάθε λέξη οι νικητές της ημέρας.

Το σούρουπο όταν όλα θα χαμήλωναν,

οι φωνές, το φως τα στόρια και τα βλέφαρα και τα σπουργίτια,

θα έστελνε στο διάβολο ένα μπουκέτο μενεξέδες, 

θα έστελνε στο διάβολο τις παρέες, τα χαρτιά και τα συμβεβηκότα της ημέρας.

Θα ήταν επιτέλους ελεύθερος από την ύπουλη κηδεμονία της ηθικής πυξίδας.

Θα έκανε ό,τι του κατέβαινε.

Όταν ξύπνησε μέσα στην πολυθρόνα του παρόντος,

του είχε κλέψει το πορτοφόλι του κάποια γυναίκα που τον είχε φιλήσει στο στόμα την ώρα που κοιμόταν.

Αργότερα στο καθρέπτη του σπιτιού του

είδε τα κοκκινάδια της πάνω στα χείλη του

διαπιστώνοντας κι αυτός το αδιαφιλονίκητο του συμβάντος.

Δεν είχε φυσικά κανένα λόγο να δώσει σημασία σε υπερφυσικές ερμηνείες

όταν όλα θα μπορούσαν να εξηγηθούν μ’ ένα απλό:

Πώς είπατε παρακαλώ;

[ΚΑΠΟΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ από το βιβλίο του Νάνου Βααλωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982 – από το ίδιο βιβλίο ακολουθούν:

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, Η Κακία δεν έχει πατρίδα

ΔΙΟΛΟΥ ΠΑΡΑΞΕΝΟ, Καθ’ όλο το μήκος του διαδρόμου ήσαν τοποθετημένες γυναίκες

UNE GREQUE Etc, Μια ελληνίδα με μαύρα μάτια και με γαλάζια μαλλιά

ΚΕΙΝΟ ή Τ’ ΑΛΛΟ ΒΡΑΔΥ, Μια γυναίκα περπατούσε γυμνή και

ΟΤΑΝ ΓΥΡΝΩ ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΔΟΥΛΙΑ, Δυο γυναίκες με υποδέχονται αμίλητες

 


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ (Η κακία δεν έχει πατρίδα)

Κι άρχισε η καθημερινή Γυναίκα της Πλατείας να μιλάει και να ξεστομίζει τρομερές αλήθειες και να ρωτάει τον καθένα βάζοντάς τον σε μεγάλη αμηχανία, με τις παρακάτω παράξενες ερωτήσεις:

Αισθανθήκατε προχθές το βράδυ το σεισμό; Ένας πιο ελαφρός στις 10 και 58΄ και 25΄΄ Κι ένας πιο δυνατός στη μία και τέταρτο;

Πώς σας φάνηκε ο γάμος του κ. Ιρλάνδα με την 58 χρόνια νεότερη Γιολάντα;

Μήπως βουίζουνε το μεσημέρι ή το πρωί τα’ αυτιά σας; Έχετε πόνους στην κοιλιά σας μουδιάσματα ταχυπαλμίες;

Μήπως χάνετε πότε-πότε το μνημονικό σας; Αδύνατο να θυμηθείτε το όνομα ενός παλιού συμμαθητή σας ή του ανθρώπου που γνωρίσατε προχθές το βράδυ;

Μήπως τα μάτια σας καμιά φορά θολώνουν και βλέπετε τις λέξεις που διαβάζετε ανάποδα; Μήπως σας δίνει ο ταχυδρομικός υπάλληλος τα γράμματα – ανθρώπου συνονόματού σας; Κι ο εφημεριδοπώλης μιαν εφημερίδα που δεν θέλετε;

Όταν συναντάτε τη φιλενάδα σας είστε βέβαιος πως είναι η ίδια που είχατε και χθες κοντά σας; Ή σας την έστειλαν επίτηδες να δούνε αν είστε στα καλά σας; Μήπως θέλουν οι συγγενείς σας να σας δημεύσουν την περιουσία γιατί μιλήσατε άσχημα σ’ ένα υπάλληλο της εταιρείας ή γιατί ξεσηκώσατε τρία πλακάκια στην αυλή της Τράπεζας δήθεν πως γυρεύετε έναν σωλήνα στο βάθος όμως για να δείτε λίγο κάτω από τα φουστάνια των δεσποινίδων που πηδάνε επάνω σας;

Η ηλικία σας είναι 8 ή 18 -48- ή 88 χρονών; Θυμόσαστε πώς σας λένε και πού γεννηθήκατε και γιατί παντρευτήκανε οι γονείς σας; Σε μια έπαυλη εξοχική όπου σας βάζουν ν’ αναπαυθείτε λίγο άμα το παρακάνετε ξέρετε ν’ αριθμήσετε τα δωμάτια, να περιγράψετε τον κήπο τα πατώματα, τις ζωγραφιές που κρέμονται στη σκάλα; Αν υπάρχει ή όχι σκάλα;

Κι όλα αυτά αν τα ξέρετε, γιατί τότε ισχυρίζεται η γυναίκα σας πως τις κάνετε προτάσεις άσεμνες; Και κάθε βράδυ όταν πλαγιάζετε (στο ίδιο ή σε χωριστό κρεβάτι;) μήπως ακούτε έναν θόρυβο περίεργο όταν συνουσιάζεστε μπροστά σ’ ένα παράθυρο ανοιχτό σαν κάποιος να βογκάει ν’ αναστενάζει;  Μήπως σφυρίζει κάποιος τακτικά την ίδια ώρα τη νύχτα έξω απ’ το δωμάτιό σας; Μήπως βγαίνει η γυναίκα σας το απόγευμα χωρίς να ξέρει που πηγαίνει;

Είστε πιστός ή άπιστος στη σύζυγό σας με μια ή με πολλές με νέες με νόστιμες με τίμιες ή με άλλες «ελαφρές γυναίκες»; Καπνίζετε; -τσιγάρα μόνο ή πίπα και ναργιλέ; Κάνετε συχνά ενέσεις – και τι είδους- στον πισινό ή στους βραχίονες; Είστε τύπος sport – τα όργια σας αρέσουν; Πάτε με πέντε ή έξι μαζί ζευγάρια σ’ ένα διαμέρισμα μικρό όπου μπορεί να γίνουν ανώδυνα κρυφά ανταλλαγές;

Κινδυνεύει να δημευτεί η περιουσία σας από τους τελευταίους νόμους; Είσαστε βιομήχανος πολιτικός μηχανικός, εσαγωγεύς ειδών καταναλώσεως για κυρίες νεόπλουτες νευρωτικές και που πηγαίνουν σ’ όλες τις δεξιώσεις των πρεσβειών και προσπαθούνε –πώς και τι- να γίνουνε δεκτές στο κρεβάτι;

Νομίζετε πως η Ελλάδα σας ανήκει επειδή έχετε εφημερίδες, κότερα, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, εστιατόρια ξενοδοχεία ή πλοία; Επειδή είστε ιδιοκτήτης κινηματογράφων ή διευθυντής αστυνομίας, στρατηγός –τοπικός ή γενικός παράγοντας, επειδή έχετε τουριστικά γραφεία νομίζετε πως ξέρετε τα πάντα για την αρχαία και τη νέα και τη βυζαντινή Ελλάδα;

Αν είστε διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας, νομίζετε πως μπορείτε να εμποδίσετε να συνταχτούν μια μέρα έγγραφα στη γλώσσα που μιλάμε; Βρίσκετε πως έχετε το δικαίωμα να λέτε όχι όταν πρέπει να λέτε ναι και ν’ αγνοείτε, αν είστε στις επιτροπές βραβείων τους συγγραφείς εκείνους που αντιπαθείτε;

Νομίζετε τέλος πάντων πως είστε κάποιος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το σύνολο κι απ’ τις ομάδες των ανθρώπων που απαρτίζουν το μικρό έθνος. Πιστεύετε πως το όνομά σας θ’ ακουστεί μια μέρα έξω απ’ το διαμέρισμά σας; Έχετε ακόμα απορίες γιατί ζείτε; Κι αν δεν έχετε πώς δικαιολογείτε την παρουσία σας πάνω στη γη;

Πιστεύετε ή δεν πιστεύετε σ’ ένα ανώτερο ον; Ο διάβολος σας ενδιαφέρει; Μήπως ταυτίζεστε συχνότερα μ’ αυτόν παρά με το Δημιουργό σας;

Είσαστε τίμιος λωποδύτης – τοιούτος κρυφός ή ανοιχτός;

Έχετε θάρρος να πείτε σε μια γυναίκα σ’ αγαπώ; Έχετε θάρρος να ιδωθείτε όπως είστε στον καθρέπτη; Έχετε θάρρος ή μήπως είστε ντροπαλός τόσο που να κοκκινίζετε κάθε φορά που σας απευθύνει κάποιο πρόσωπο σημαντικό το λόγο –έστω κι αν είστε πολύ μελαχρινός;

Είστε περήφανος που είστε Έλλην, άνθρωπος, δίποδον, αρσενικός ή αθλητής; Ή θα προτιμούσατε να είσαστε ο,τιδήποτε άλλο αλλά όχι αυτό που είστε;

Τέλος πάντων πέστε μου ειλικρινά κάνατε σας ποτέ φόνο – έστω και στο μυαλό σας; Σκοτώσατε ποτέ έναν εχθρό έναν αντίπαλό σας προδώσατε καταδικάσατε άνθρωπο; Είσαστε υπαίτιος που θα εκτελεστεί ή θα τιμωρηθεί με 15 χρόνια φυλακή ένας αθώος;

Ζηλέψατε του πλαϊνού σας το χωράφι, τη γυναίκα ή μήπως είστε άγιος και κλείνετε τα μάτια όταν συμβαίνει κάτι απρεπές μπροστά σας;

Πιστεύετε πως θα εκραγεί μια μέρα η μπόμπα από υπαιτιότητα του ανθρώπου;

Αγαπάτε τους αγέρηδες της εξοχής και τα τραγούδια, γυρίζετε τα σαββατοκύριακα με μπουκέτα αγριολούλουδα στην αγκαλιά σας;

Ακούτε τ’ αυτοκίνητο του δήμου που μαζεύει τα σκουπίδια; Παρακολουθείτε τις στήλες γάμων των θανάτων; Είδατε μια νεκροφόρα που έσερνε ένα άλογο; Μήπως ονειρευτήκατε πως ήσασταν εσείς ο πεθαμένος μέσα;

Είδατε μήπως, στ’ όνειρό σας πάλι ένα άστρο να φέγγει πιο λαμπρό από τον ήλιο; Ακούσατε κοράκια που έκρωζαν, είδατε τρίγωνα ιπτάμενα που γίναν άφαντα μ’ ένα μηχάνημα που είχατε μες στην καρδιά σας;

Υποπτευτήκατε ποτέ πως είστε κι εσείς ποιητής και καλλιτέχνης όπως αυτός που αντιπαθείτε ή τα ξεχάσατε όλα αυτά επίτηδες για να γίνεται άνθρωπος που τα βλέπει όλα με ειρωνεία και περιφρόνηση αλλά με ζήλια κατά βάθος; Σεβαστήκατε κανέναν στη ζωή σας, πατέρα μητέρα ή αδελφό – ή άνθρωπο ανώτερό σας;

Αναγνωρίζετε πως ο φασισμός ήταν η μόνη δύναμη στον κόσμο που θα μπορούσε να εκμηδενίσει το κομμουνισμό και που μπορεί ακόμα να το κάνει; Βλέπετε καμιά διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο συστήματα; Δε θεωρείτε ηλίθιους τους ανθρώπους που δεν έχουν την ίδια ιδέα με σας;

Δεν είστε κατά βάθος ακριβώς όπως σας περιγράφω έστω κι αν μερικές λεπτομέρειες μου ξεφεύγουν;

Αφού διαβάσετε αυτό το «ποίημα» δεν πιστεύετε πως είμαι ανισόρροπος ή επικίνδυνα διορατικός και άνθρωπος που δεν γνωρίζει το συμφέρον του; Και αν με θεωρείτε άφοβο, θα με μισήσετε ασφαλώς, αν όμως με θωρήσετε έξυπνο θα με ζηλέψετε και θα θελήσετε να με θάψετε και να με λησμονήσετε

αφού δεν μπορεί παρά να είμαι άνθρωπος όπως εσείς τρωτός σε κάποια αχίλλεια πτέρνα μου; Πάντως για να με συγχωρέσετε ποτέ που είπα την αλήθεια! Το μόνο που δεν μπορείτε είναι να με περιφρονήσετε

αφού τόσο βαθιά επιθυμείτε να με εξοστρακίσετε γράφοντας το όνομά μου πάνω στους τοίχους πάνω σε θρύμματα από σπασμένα αγγεία μα δυστυχώς ό,τι και να κάνετε δε θα κατορθώσετε τη φήμη μου –έτσι κι αλλιώς- να εξαλείψετε κάνοντας στη μουσική των στίχων τον κουφό

Κι αν είστε συγγραφέας το πήρατε ποτέ χαμπάρι πως είστε μέτριος κακός χωρίς ταλέντο ή απλώς ένας φιλόδοξος και πουλημένος στις δόξες και τιμές του κόσμου

Νιώσατε πως το μυαλό σαν το ρολόι που ξεκουρδίζεται μια μέρα άρχισε να σταματάει ν’ αργοπορεί και να πηγαίνει πίσω αντίς να πάει εμπρός;

Νομίζετε πως είστε ο πιο μεγάλος ποιητής απ’ όλους κι αν το νομίζετε πού στηρίζετε τις απαιτήσεις σας; Οι αντιθέσεις μες στην ψυχή σας είναι λογικές;

Σκεφτήκατε ποτέ πως οι τρελοί είναι πάντα δύο; Όταν αντίς να ψιθυρίζετε ουρλιάζετε και αντίς να υπολογίζετε παραλογίζεστε δε φέρεστε σαν παράφρονες;

Δε θέλετε στο βάθος πάντα το ίδιο πράγμα

Ισχύ πάνω στο διπλανό σας

Εντύπωση στον ανίδεο

Τη γυναίκα που δεν έχετε

Το αντικείμενο στη βιτρίνα

Το αυτοκίνητο του άλλου, το όνομά του – τη γραβάτα του ή απλώς το πρόσωπό του αν πιο ωραίο απ’ το δικό σας

Ή το μυαλό του – αν είναι ευφυέστατος έστω κι αν δεν το παραδέχεστε παρά μονάχα στον εαυτό σας;

Πήγατε ποτέ στη φυλακή;

Είδατε τους κοριούς τους ποντικούς τις κατσαρίδες τους δολοφόνους τις παγίδες που σας στήνουν εκεί μέσα οι μπασκίνες;

Είσαστε απ’ την καλή ή απ’ την κακή πλευρά του νόμου στις δοσοληψίες σας; Μπορεί αύριο να πουν οι ένορκοι κι ο δικαστής αθώος είναι –αφήστε τον – και απολύστε νυν – Κύριε τον Δούλο Σας

Και επέστη ο καιρός του δούναι και λαβείν;

Αγαπήσατε μια γυναίκα χωρίς να το μάθει κανένας από το περιβάλλον σας ούτε και αυτή η ίδια – και τι απέγινε το αίσθημά σας, το σκοτώσατε με τον καιρό ή το διοχετεύσατε σε γράμματα προς τον εαυτό σας;

Καθίσατε σ’ ένα βράχο πιστεύοντας πως είσαστε ο άρχοντας του κόσμου… Σας ψιθύρισε στ’ αυτί σας μια φωνή: είναι δικά σου όλα φτάνει να το θελήσεις, φτάνει να βυθομετρήσεις τον εαυτό σου;

Αν ήσασταν Εβραίος δε θα ’ταν η ψυχή σας πιο αινιγματική απ’ τη δική σας;

Κι αν είστε εκείνος που νομίζω, δεν είστε κάθε τόσο έντρομος γιατί σας τηλεφωνάνε άγνωστοι και σας εκβιάζουν και σας απειλούν πως σας είδαν με την τάδε ή με τον τάδε και πως θα το πούνε στη γυναίκα σας;

Πέσανε πια όλα τα μαλλιά σας ή σας μένουν λίγα ακόμα έτσι για δείγμα – αφήσατε μουστάκια ή γένια – για ν’ αναπληρώσετε το χάσμα του γυμνότοπου κρανίου σας;

Κι όταν θα ’ρθει η τελευταία σας ώρα θα φωνάξτε τον παπά να σας μεταλάβει ή μήπως θέλετε να πεθάνετε ξαφνικά χωρίς κι εσείς ο ίδιος να το καταλάβετε;

Και τελείωσε η καθισμένη γυναίκα της πλατείας Συντάγματος το κατηγορητήριό της –και σηκώθηκε- κι όλοι το είδαν καθαρά πως δεν ήταν πιο γυναίκα από το παπούτσι της

 

ΔΙΟΛΟΥ ΠΑΡΑΞΕΝΟ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982)

Καθ’ όλο το μήκος του διαδρόμου και σε ίσες αποστάσεις αναμεταξύ τους ήταν τοποθετημένες γυναίκες – ωραίες με φουστάνια μακριά και φουσκωτά και διάφανα, μέση στενή και στήθος μέσα σ’ ένα στηθόδεσμο της μόδας του 1890, με πρόσωπα στενόμακρα, στραμμένα προς τον απέναντι τοίχο. Και ήταν όλες αυθαίρετες, χλωμές σαν κεριά και ακίνητες σαν να ’ταν ψεύτικες, ενώ είναι βέβαιο πως ήταν ζωντανές, ενώ είναι γνωστό πως ζούσανε, εντούτοις φαίνονταν νεκρές, σαν ταριχευμένες, καλλονές με μαύρα κατσαρά μαλλιά, όλες τους, και με μικρά καπέλα σαν κεπιά. Στέκονταν ακίνητες κατά μήκος του διαδρόμου και σιωπηλές και δεν κοιτούσαν ούτε δεξιά ούτε αριστερά,  αλλά πάντοτε μπροστά, στον τοίχο τον απέναντι - και δεν κουνούσαν από τη θέση τους ούτε και μιλούσαν σε κανέναν. Κι αν τις ρωτούσες, κάναν πως δεν ήτανε κανείς μπροστά τους. Μα πώς υποκρίνονταν τόσο καλά; Ήταν δυνατόν να μην συγκινούνται από τίποτα; Ήταν δυνατόν να ’ναι τόσο ψυχρές - νεκρές, ανέκφραστες, αόριστες, αφηρημένες; Μήπως ήτανε πλαστικές στ’ αλήθεια και δεν το είχα πάρει χαμπάρι; Μήπως ήταν στημένες εκεί, ομοιώματα εκπληκτικά και απαράλλακτα, των γυναικών που αλήθεια ζούνε – αυτές οι ψεύτικες, οι τεχνητές; Μήπως ήταν εκεί για να μας ξεγελάσουν, εμένα και όλους τους άλλους εκείνους, τους κουτούς ανθρώπους, με «τα δώρα των θεών» τους  και να μας καταστρέψουν όλους, κι έναν έναν ίσαμε τον τελευταίο;

Διόλου παράξενο

 

UNE GREQUE Etc

Μια ελληνίδα με μαύρα μάτια και με γαλάζια μαλλιά μια ελληνίδα με μάτια γαλανά και με ένα σωρό ευλύγιστα μαύρα μαλλιά μια ελληνίδα με άσπρο δέρμα μαύρα μάτια και με μαύρα ευλύγιστα μαλλιά, μια δεσποινίδα ελληνίδα με μαύρο δέρμα με άσπρα μαλλιά και με πολύ λεπτά μαλακά άσπρα χέρια και χαρακτηριστικά ένα κορίτσι ελληνικό με μαύρα μάτια κάτασπρο δέρμα με πόδια μαλακά μακριά ευλύγιστα τη νύχτα στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Μακρή και Δειπνοσοφιστών

ένα κορίτσι με σώμα ελληνικό μαύρο παλτό κι ομπρέλα και πολλά μαύρα μαλλιά που έγερναν ελαφρά προς τα πίσω ένας μαύρος σωρός από μαλλιά όλο καμπύλες εσοχές κι εξοχές ένα κορίτσι με μάτια ελληνικά στάθηκε στη διασταύρωση σταμάτησε μπρος στη βιτρίνα του καθαριστηρίου μπρος στη βιτρίνα του παπουτσή τη νύχτα ώρα μεσάνυχτα χωρίς ψυχή στο δρόμο χωρίς καμιά νύξη για να μάθω ποια είναι δε θυμάμαι ποτέ το πρόσωπο των κοριτσιών που μου χαμογελούν γιατί αλλάζουν τόσο συχνά πρόσωπο που δεν ξέρω στο τέλος αν μοιάζουν με κείνη που είναι με κείνη που νομίζω πως είναι πως ήταν – η μνήμη η κακιά πεθερά- στάθηκε στη διασταύρωση των δρόμων και μίλησε ελληνικά

δε μίλησε καθόλου προχώρησε και την έχασα και τη ξαναβρήκα στον επόμενο δρόμο δεξιά –μπρος σε μια βιτρίνα με διαμαντικά μπρος στη βιτρίνα του παπουτσή και χάθηκε στη τζαμένια πόρτα της πολυκατοικίας – εγώ από την άλλη μεριά του δρόμου- με ομπρέλα ενώ δεν έβρεχε πια – ποτέ πια δεν θα βρέξει τώρα που δεν είσαι εδώ –όπως έβρεχε άλλοτε βρέχοντας τα μαλλιά σου τα χέρια σου τα γυαλιά σου – ο σωρός των μαλλιών σου γερμένος ελαφρά προς τα πίσω ανυψωμένος σαν βουνό – και το βλέμμα βλέμμα ανθρώπου που ψάχνει τον άλλον για να μάθει πού βρίσκεται τέτοιο βλέμμα σκοτεινό που σ’ ερευνάει και σ’ εξιχνιάζει –βλέμμα που μαλακώνει ξαφνικά και γίνεται τρομερά τρυφερό σαν ν’ άλλαζε φωτισμό –ένα κορίτσι στη γωνιά του δρόμου Γεωργίου Μακρή και Χημικών Φιλοσόφων.

Μες την πλατεία καθισμένος μόνος του σ’ ένα τραπέζι, μες στη μέση της πλατείας ακριβώς χωρίς κανένα άλλο τραπέζι τριγύρω διαβάζοντας εφημερίδα ή παίζοντας τάβλι με αόρατο παίχτη –ο καφενόβιος – το παραστρατημένο αυτό τραπέζι γειτονικού καφενείου ποιανού; Όπως μέσα σ’ ένα όνειρο – τοποθετημένο εκεί που έπρεπε να ’ναι κι όμως ποιος θα το μετακινήσει για να μείνει μόνο του μακριά από τ’ άλλα τραπέζια των καφενείων πίσω απ’ την πρασινάδα του χαρτιού πίσω από τους θάμνους κι από τα δένδρα μες στα παρτέρια ως τα νόμιμα πεζοδρόμια των καφενείων με τα τραπέζια τους και με τους νέους καναπέδες τους με τις τέντες το καλοκαίρι ποιος από του δυο ποιος -

παίζοντας χαρτιά μες στη μέση της πλατείας με αντιπάλους τους κορμούς των δένδρων – όταν έρχεται επιτέλους και πάει να σε θάψει η μάνα σου στη μέση της πλατείας μες στα παρτέρια κοντά στην κολόνα –εκεί – που θα ακούγονται το καλοκαίρι οι ανόητοι ψίθυροι των ανδρών όταν περνούν τα κορίτσια τα χάχανα των κοριτσιών όταν θα περνούν οι άνδρες να κάτσουν στα γειτονικά τραπέζια –η μάνα σου ψηλή αυστηρή και αδύνατη –η μάνα του κοντή στρογγυλή με άσπρα μαλλιά – η μάνα που δεν είναι μάνα αλλά γιαγιά

 

ΚΕΙΝΟ ή Τ’ ΑΛΛΟ ΒΡΑΔΥ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982)

Μια γυναίκα περπατούσε γυμνή σχίζοντας το βελούδινο πέπλο της πραγματικότητας με τα πέταλά της κάνοντας απεγνωσμένες προσπάθειες να φτάσει ως την πόρτα του κουφού, πέρασε σφυρίζοντας σαν φωτοβολίδα ανάμεσα στα δένδρα, διέσχισε δέκα μέτρα σε τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα και παραμερίζοντας ό,τι είναι γόνατο τραπέζι κρεβάτι κατέβαινε χωρίς να μπορεί να σταματήσει έναν κατήφορο, πέφτοντας πάνω σ’ ένα τρένο σταματημένο μέσα στο χιόνι ενός λαιμού – κοίταζε απ’ το παράθυρο του τρένου το παράθυρο του αντικρινού σπιτιού δυο χιλιόμετρα μακριά, με πρόσωπα αραδιασμένα κατά αλφαβητική σειρά. Έκανε άλματα προς τα πίσω –έτρεχε φεύγοντας προς τα μπρος – γύριζε γύρω-γύρω από το ίδιο σημείο μ’ έναν πάσαλο μπηγμένο στη γη.

Μια γυναίκα περπατούσε σχίζοντας το βελούδινο πέπλο της σιγής προσπαθώντας να φτάσει ως την πόρτα του ήχου της σιωπής, πέρασε απαρατήρητη ένα λιβάδι με αγελάδες, διέσχισε τ’ αυτιά όλων αυτών που την άκουγαν να τραγουδάει, παραμερίζοντας ό,τι είναι κακός αγωγός του ήχου –σόλες παπουτσιών λαστιχένιες, πλάκες φελλού – απομονωτικά υλικά του ήχου των εργαστηρίων του ήχου, κατέβηκε τις σκάλες της κλίμακας πέντε πέντε, η φωνή της βάραινε, γινόταν ασήκωτη. Πέντε αχθοφόροι την κουβαλούσαν κλεισμένη σ’ ένα μεγάλο μπαούλο δέκα χιλιόμετρα ταξινομημένων ήχων – ήχοι της θύελλας, της θάλασσας, του δάσους όταν φυσάει αέρας, στα στάχυα ενός κάμπου, ήχοι βημάτων σφυρίγματα ενός τρένου σταματημένου στο χιόνι μιας χαράδρας. Μια γυναίκα περπατούσε σχίζοντας το βελούδινο πέπλο μιας ψευδαίσθησης, προσπαθώντας να φτάσει ως την αλήθεια, παραμερίζοντας ό,τι είναι πλαστό ανούσιο και φτιασιδωμένο… και χάνονταν μέσα στους λαβύρινθους των ήχων – έβγαλε απ’ τη τσάντα της ένα πλαστό διαβατήριο με άλλο όνομα – θύμωσε όταν κάποιος της έλεγε να περιμένει τη σειρά της – άλλαζε κουβέντα όταν της μιλούσαν για εικονικούς αριθμούς, για υποθετικές ευθείες, για πιθανές καμπύλες, χάνονταν μέσα στις λεπτομέρειες, φοβόταν μη χάσει τα χρώματά της, ρωτούσε πού βρίσκονταν ο τάδε δρόμος σε έναν αστυφύλακα, και…

 

ΟΤΑΝ ΓΥΡΝΩ ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ… ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΥΠΟΔΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΜΙΛΤΕΣ:

Καμιά απ’ τις δυο δεν θέλει να πει την αλήθεια. Δεν θέλουν να στεναχωρηθώ όταν μάθω τι έχω να πάθω. Εκείνο που κρύβουν επιμελώς η μία από την άλλη είναι ένα μυστικό τόσο περίεργο, τόσο παράλογο και φρικτό που κι αν το πούνε κανείς δεν θα τους έλεγε μπράβο. Αφού είναι και των δυονών εμπειρία και σχέδιο. Με υποδέχονται λοιπόν λιγομίλητες με βλέμμα σκληρό Με βλέμμα αδιάφορο σαν να βρέχει ή να κάνει σεισμό Με βλέμμα που εισχωρεί μες στη σάρκα μου σαν σπαθί Με βλέμμα βαθύ σαν πιθάρι του ύπνου σαν πηγάδι κλειστό Με υποδέχονται και με πάνε στα ενδότερα κατεβαίνοντας σκάλες Ανεβαίνοντας πατώματα σκύβοντας τα κεφάλια τους Με πηγαίνουν στους μεγάλους διαδρόμους που τους φωτίζει μια λάμπα Ως τη μισάνοιχτη πόρτα και με προστάζουν να μπω Να βγάλω τα ρούχα μου να πέσω μπρούμυτα στο κρεβάτι Δαγκώνοντας το μαξιλάρι με διατάζουν να κοιμηθώ Και ξαπλώνονται δίπλα μου και μένουν ακίνητες Περιμένουν να κουνηθώ περιμένουν αιώνες να κάνω μια κίνηση Περιμένουν να προδοθώ και να πάω με την μια ή την άλλη – Κι όποια δει πως η άλλη θα μ’ έχει δικό της θα βγάλει Ένα μακρύ γυαλιστερό μαχαίρι και θα το μπήξει στην πλάτη μου Ενόσω θα μ’ αγκαλιάζει η άλλη… Δυο γυναίκες με υποδέχονται με βλέμμα που δεν διαβάζεται από κανέναν Κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τι σκέφτονται Ή να πει καθαρά τι σκοπεύουν να κάνουν Όταν με πάνε αργές γλυκομίλητες Σ’ ένα δωμάτιο που δεν υπάρχει στον έρημο διάδρομο Κι αφήνουν την πόρτα μισάνοιχτη για να βλέπουν τι κάνω Να δουν αν θα μάθω εκείνο που θέλουν να κάνουν μαζί μου Μια πράξη φριχτή αποτρόπαια που θα γίνει Μια μέρα το διπλό μυστικό των δυο γυναικώννε Μια πράξη που αν μαθευτεί θα διασπάσει Το φράγμα του ύπνου αυτών που κοιμούνται Μακάριοι στις πόλεις στην ύπαιθρο στα βουνά Που δεν ξέρουν τι γίνεται μέσα τους, έξω τους, γύρω τους, δίπλα τους Τι γίνεται όταν κάνουν που θέλουν δυο άνθρωποι Σ’ ένα διάδρομο ενός έρημου πύργου ελέγχου Σ’ ένα έρημο αεροδρόμιο μια έρημης χώρας όπου Δυο γυναίκες αμίλητες με μαύρο με άσπρο μαγιό… στέκονται και περιμένουν Να με παραδώσουν στις κατάλληλες αρχές… [από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982]

Δευτέρα, 7 Δεκεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ